- ἐρετάων
- ἐρετά̱ων , ἐρέτηςrowersmasc gen pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… … Dictionary of Greek